- ελλανόδικος
- -η, -οπου ασκεί ελλανοδικία (βλ. λ.): Ελλανόδικη επιτροπή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελλανόδικος — η και ος, ο φρ. «ελλανόδικος επιτροπή» η επιτροπή τής οποίας τα μέλη εποπτεύουν τους αγώνες και τη διεξαγωγή τους, κρίνουν τους αθλητές και αναγορεύουν τους νικητές … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek